- γραφειοκρατία
- Όρος που εκφράζει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υποθέσεων από γραφεία ή τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών από ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο ατόμων που ασκούν αυτή τη λειτουργία ως επάγγελμα. Η λέξη αποτελεί την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του αγγλικού όρου bureaucracy (γαλλ. bureaucratie). Το προσωπικό της γ. αναπτύσσει την ιδιαίτερη επαγγελματική σταδιοδρομία του στα πλαίσια της δημόσιας υπηρεσίας και, καθώς εξασφαλίζει συνήθως σχετικές εγγυήσεις μονιμότητας και ανεξαρτησίας, αποκτά ιδιαίτερη ισχύ, η οποία μπορεί να αποτελέσει σοβαρό ανταγωνιστικό στοιχείο της κυβερνητικής και γενικότερα της πολιτικής εξουσίας. Με αυτήν την ειδικότερη σημασία χρησιμοποιείται ο όρος γ. από τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη κατά την ανάλυση του περιεχομένου της εξουσίας. Γ. όμως αποκαλούνται, επίσης, τα ελαττώματα του συστήματος αυτού και ειδικότερα ο πολλαπλασιασμός των τύπων και διαδικασιών που δυσχεραίνουν τη διεκπεραίωση των υποθέσεων των ιδιωτών και του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, το οποίο προσκρούει συχνά σε αντιδράσεις των στελεχών της γ., είτε κατά την προώθηση μιας νομοθετικής μεταρρύθμισης, είτε κατά την πραγματοποίηση οποιουδήποτε άλλου δημόσιου σκοπού. Γι’ αυτό τον λόγο στα σύγχρονα προηγμένα κράτη επιδιώκεται η απλούστευση των διοικητικών τύπων και διαδικασιών, ταυτόχρονα με την ποιοτική –ηθική και επαγγελματική– βελτίωση του προσωπικού των δημόσιων υπηρεσιών.
Ιστορικά, το γραφειοκρατικό σύστημα απουσίαζε κατά κανόνα στις κοινωνίες με χαμηλή εξειδίκευση και στις άμεσες δημοκρατίες. Στις τελευταίες, επικρατούσε η βραχυχρόνια ανάθεση των δημόσιων λειτουργημάτων στους ίδιους τους πολίτες –με εκλογή ή κλήρο– όταν τα θέματα δεν επιλύονταν απευθείας από τη συνέλευση του λαού (στην αρχαία Αθήνα μόνο κατώτερα λειτουργήματα αναθέτονταν σε ειδικούς δημόσιους λειτουργούς, συνήθως ξένους: Σκύθες αστυνόμοι κλπ.).
Η γ. γνώρισε αντίθετα μεγάλη ανάπτυξη σε οργανωμένες αυτοκρατορίες του αρχαίου κόσμου όπως στην Αίγυπτο, στην Κίνα και (κατά ένα μέρος) στην Περσία. Στα σύγχρονα κράτη, όπου ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας έχει γενικευθεί και τα καθήκοντα του κράτους –που περιλαμβάνει και κάθε είδους οργανισμούς δημοσίου δικαίου– έχουν πολλαπλασιαστεί σε υψηλό βαθμό, η ανάπτυξη γραφειοκρατικών μηχανισμών αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα. Για τον ίδιο λόγο όμως καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια απλούστευσης των γραφειοκρατικών διατυπώσεων. Για τη βελτίωση της κατάστασης επιδιώκεται μεταξύ άλλων και η αποφυγή του πολλαπλασιασμού των διοικητικών συμβουλίων και επιτροπών, που επιβραδύνουν συνήθως υπερβολικά τις διοικητικές διαδικασίες. Τέλος, ένα από τα μέσα αντιμετώπισης της γ. είναι η διοικητική αποκέντρωση και η αυτοδιοίκηση.
* * *η1. η διεξαγωγή τών δημόσιων και ιδιωτικών υποθέσεων όχι με πρακτικό και σύντομο τρόπο αλλά με τη μεσολάβηση διαφόρων, συνήθως τυπικών και άσκοπων ενεργειών, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση ή τη ματαίωση τής διεκπεραίωσης2. το σύνολο τών υπαλλήλων με γραφειοκρατική νοοτροπία3. η καθυστέρηση στη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. γαλλ. bureaucratie, νόθο σύνθετο < bureau «γραφείο» + -cratie < -κρατία < κράτος. Η λ. γραφειοκρατία μαρτυρείται στον Νικόλ. Δραγούμη].
Dictionary of Greek. 2013.